νοικοκυριά

νοικοκυριά
домаќинcтвата

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • κακοδιοίκητος — η, ο 1. (για χώρες, δήμους, επιχειρήσεις, νοικοκυριά κ.λπ.) αυτός που διοικείται με κακό τρόπο 2. αυτός που διοικείται δύσκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοδιοικώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • στεγαστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ἡ αναφέρεται στη στέγαση (α. «στεγαστικός σχιστόλιθος» σχιστόλιθος που χρησιμοποιείται για την κατασκευή στέγης β. «στεγαστικό δάνειο» δάνειο που χορηγείται για την απόκτηση στέγης, για την αγορά κατοικίας) 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Αταλάντης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Αταλάντης στεγάζεται στο παλαιό γυμνάσιο της πόλης, που παραχωρήθηκε από το δήμο. Τα εκθέματα του μουσείου προέρχονται από την περιοχή της αρχαίας Λοκρίδας και το βορειοδυτικό τμήμα της αρχαίας Φθιώτιδας και καλύπτουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”